Οι μικροσκοπικές που υστερούν σε ευωδία, αλλά έχουν άλλες χάρες. Μία από αυτές είναι ότι κάνουν ωραίο γλυκό του κουταλιού.
Για τις κλημεντίνες τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα. Άλλοι λένε ότι ήρθαν από την Κίνα, ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή έχουν αλγερινή προέλευση. Πιο συγκεκριμένα, λένε ότι γύρω στο 1900 ένας μοναχός, ο Κλεμέντε Ροδιέ, ανακάλυψε στον κήπο του ένα δεντράκι μανταρινιάς και του έδωσε το όνομά του, βαφτίζοντάς το κλημεντίνη. Από το Αλγέρι εξαπλώθηκε έπειτα στο Μαρόκο, στην Ισπανία, την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Οι κλημεντίνες του Ισραήλ είναι μάλιστα γνωστές ανά την υφήλιο και θα τις βρούμε ακόμη και στις δικές μας φρουταγορές, μαζί με αυτές του Πόρου και της Ρόδου. Βγαίνουν καταμεσής του χειμώνα, μικροί ελλειψοειδείς καρποί, άσπερμοι και αρκετά γλυκείς. Προτιμάμε όσες έχουν ακόμη το κοτσανάκι τους, γιατί διατηρούνται περισσότερο καιρό (στο ψυγείο κρατάνε μέχρι 2 εβδομάδες).
Για να διαπιστώσουμε ότι είναι κλημεντίνες και όχι μανταρίνια, αρκεί να κρατήσουμε μία στα χέρια μας. Έχουν βαθύ πορτοκαλί χρώμα και φλούδα λεπτή και σφιγμένη πάνω στο φρούτο. Δεν μας αφήνουν να τις ξεφλουδίσουμε εύκολα, γιατί οι κλημεντίνες δεν έχουν χαλάρωση μεταξύ του φλοιού και του καρπού, όπως μας έχει διδάξει η «ανατομία» άλλων μανταρινιών. Μόλις, όμως, το δάχτυλό μας καταφέρει να τρυπώσει μέσα τους, τα αρώματα που ξεχύνονται μας ανταμείβουν! Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, δεν έχουν τόσο μοσχοβολιστό άρωμα που να διεγείρει τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, όπως έχουν τα μυρωδάτα μεγάλα μανταρίνια. Όμως, αυτές εδώ δεν έχουν κουκούτσια – που δεν είναι και λίγο πράγμα. Αδιαμφισβήτητα αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα που μας επιτρέπει, αν δεν τις κάνουμε γλυκάκι, να τις καταναλώνουμε και ολόκληρες. Ζήτω οι κλημεντίνες και η γλύκα που φέρνουν μέσα στο χειμώνα!